εορτάζων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εορτάζων η εορτάζουσα το εορτάζον
      γενική του εορτάζοντος
& εορτάζοντα1
της εορτάζουσας
& εορταζούσης*
του εορτάζοντος
    αιτιατική τον εορτάζοντα την εορτάζουσα το εορτάζον
     κλητική εορτάζων εορτάζουσα εορτάζον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εορτάζοντες οι εορτάζουσες τα εορτάζοντα
      γενική των εορταζόντων των εορταζουσών των εορταζόντων
    αιτιατική τους εορτάζοντες τις εορτάζουσες τα εορτάζοντα
     κλητική εορτάζοντες εορτάζουσες εορτάζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εορτάζων: μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εορτάζω, Διαφορετική η ελληνιστική έκφραση «οἱ ἑορτάζοντες» (πανηγυριστές)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.oɾˈta.zon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εορτάζων
ομόηχο: εορτάζον

Μετοχή

εορτάζων, -ουσα, -ον

Ουσιαστικό

εορτάζων αρσενικό (θηλυκό εορτάζουσα)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.