εορτάζων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εορτάζων | η | εορτάζουσα | το | εορτάζον |
| γενική | του | εορτάζοντος & εορτάζοντα1 |
της | εορτάζουσας & εορταζούσης* |
του | εορτάζοντος |
| αιτιατική | τον | εορτάζοντα | την | εορτάζουσα | το | εορτάζον |
| κλητική | εορτάζων | εορτάζουσα | εορτάζον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εορτάζοντες | οι | εορτάζουσες | τα | εορτάζοντα |
| γενική | των | εορταζόντων | των | εορταζουσών | των | εορταζόντων |
| αιτιατική | τους | εορτάζοντες | τις | εορτάζουσες | τα | εορτάζοντα |
| κλητική | εορτάζοντες | εορτάζουσες | εορτάζοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εορτάζων: μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εορτάζω, Διαφορετική η ελληνιστική έκφραση «οἱ ἑορτάζοντες» (πανηγυριστές)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.oɾˈta.zon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ορ‐τά‐ζων
- ομόηχο: εορτάζον
Αναφορές
- εορτάζων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.