écart
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kaʁ/
Ετυμολογία
- écart < écarter
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| écart | écarts |
écart (fr) αρσενικό
- η απόσταση
- (μαθηματικά) η διαφορά
- (γλωσσολογία) λογοτεχνική μορφή που απομακρύνεται από αυτό που θεωρείται συνηθισμένο
- (μεταφορικά) το παραστράτισμα, η παρεκτροπή, η παρέκκλιση
- απομακρυσμένος τόπος
- σπαγγάτο
- (οικονομία) εκάρ, σπρεντ
Ετυμολογία
- écart < écarter
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.