εσώφυλλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εσώφυλλο τα εσώφυλλα
      γενική του εσώφυλλου
& εσωφύλλου
των εσώφυλλων
& εσωφύλλων
    αιτιατική το εσώφυλλο τα εσώφυλλα
     κλητική εσώφυλλο εσώφυλλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εσώφυλλο < συνδυασμός των εννοιών εσωτερικό και φύλλο (κατά το εξώφυλλο)

Ουσιαστικό

εσώφυλλο ουδέτερο

  1. η εσωτερική σελίδα εξωφύλλου βιβλίου
  2. (βιβλιοδεσία) κόλλα χαρτιού διπλωμένη στα δύο (δημιουργώντας ένα τετρασέλιδο) η οποία κολλιέται στο σώμα του βιβλίου (μία μπροστά και μία πίσω) ώστε πάνω σε αυτήν να κολληθεί το κάλυμμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.