φύλλον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φύλλον τὰ φύλλ
      γενική τοῦ φύλλου τῶν φύλλων
      δοτική τῷ φύλλ τοῖς φύλλοις
    αιτιατική τὸ φύλλον τὰ φύλλ
     κλητική ! φύλλον φύλλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φύλλω
γεν-δοτ τοῖν  φύλλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φύλλον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φύλλον, -ου ουδέτερο

Παράγωγα

  • (Χρειάζεται κεντρικό ετυμολογικό πεδίο)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.