εξογκωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξογκωμένος | η | εξογκωμένη | το | εξογκωμένο |
| γενική | του | εξογκωμένου | της | εξογκωμένης | του | εξογκωμένου |
| αιτιατική | τον | εξογκωμένο | την | εξογκωμένη | το | εξογκωμένο |
| κλητική | εξογκωμένε | εξογκωμένη | εξογκωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξογκωμένοι | οι | εξογκωμένες | τα | εξογκωμένα |
| γενική | των | εξογκωμένων | των | εξογκωμένων | των | εξογκωμένων |
| αιτιατική | τους | εξογκωμένους | τις | εξογκωμένες | τα | εξογκωμένα |
| κλητική | εξογκωμένοι | εξογκωμένες | εξογκωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξογκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξογκώνω
Μετοχή
εξογκωμένος, -η, -ο
- που έχει εξογκωθεί, του οποίου ο όγκος έχει αυξηθεί
- πρησμένος
- (μεταφορικά) μεγαλοποιημένος
Μεταφράσεις
εξογκωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.