εξογκώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξογκώνω < αρχαία ελληνική ἐξογκ(ῶ), συνηρημένος τύπος του ἐξογκόω + -ώνω → δείτε και τη λέξη όγκος
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksoŋˈɡo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξο‐γκώ‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ογ‐κώ‐νω
Ρήμα
εξογκώνω, αόρ.: εξόγκωσα, παθ.φωνή: εξογκώνομαι, π.αόρ.: εξογκώθηκα, μτχ.π.π.: εξογκωμένος
Συγγενικά
- εξόγκωμα
- εξογκωμένος
- εξόγκωση
- → και δείτε τη λέξη όγκος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξογκώνω | εξόγκωνα | θα εξογκώνω | να εξογκώνω | εξογκώνοντας | |
| β' ενικ. | εξογκώνεις | εξόγκωνες | θα εξογκώνεις | να εξογκώνεις | εξόγκωνε | |
| γ' ενικ. | εξογκώνει | εξόγκωνε | θα εξογκώνει | να εξογκώνει | ||
| α' πληθ. | εξογκώνουμε | εξογκώναμε | θα εξογκώνουμε | να εξογκώνουμε | ||
| β' πληθ. | εξογκώνετε | εξογκώνατε | θα εξογκώνετε | να εξογκώνετε | εξογκώνετε | |
| γ' πληθ. | εξογκώνουν(ε) | εξόγκωναν εξογκώναν(ε) |
θα εξογκώνουν(ε) | να εξογκώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξόγκωσα | θα εξογκώσω | να εξογκώσω | εξογκώσει | ||
| β' ενικ. | εξόγκωσες | θα εξογκώσεις | να εξογκώσεις | εξόγκωσε | ||
| γ' ενικ. | εξόγκωσε | θα εξογκώσει | να εξογκώσει | |||
| α' πληθ. | εξογκώσαμε | θα εξογκώσουμε | να εξογκώσουμε | |||
| β' πληθ. | εξογκώσατε | θα εξογκώσετε | να εξογκώσετε | εξογκώστε | ||
| γ' πληθ. | εξόγκωσαν εξογκώσαν(ε) |
θα εξογκώσουν(ε) | να εξογκώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξογκώσει | είχα εξογκώσει | θα έχω εξογκώσει | να έχω εξογκώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξογκώσει | είχες εξογκώσει | θα έχεις εξογκώσει | να έχεις εξογκώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εξογκώσει | είχε εξογκώσει | θα έχει εξογκώσει | να έχει εξογκώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξογκώσει | είχαμε εξογκώσει | θα έχουμε εξογκώσει | να έχουμε εξογκώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξογκώσει | είχατε εξογκώσει | θα έχετε εξογκώσει | να έχετε εξογκώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξογκώσει | είχαν εξογκώσει | θα έχουν εξογκώσει | να έχουν εξογκώσει |
| |
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξογκώνω | εξόγκωνα | θα εξογκώνω | να εξογκώνω | εξογκώνοντας | |
| β' ενικ. | εξογκώνεις | εξόγκωνες | θα εξογκώνεις | να εξογκώνεις | ||
| γ' ενικ. | εξογκώνει | εξόγκωνε | θα εξογκώνει | να εξογκώνει | ||
| α' πληθ. | εξογκώνουμε | εξογκώναμε | θα εξογκώνουμε | να εξογκώνουμε | ||
| β' πληθ. | εξογκώνετε | εξογκώνατε | θα εξογκώνετε | να εξογκώνετε | εξογκώνετε | |
| γ' πληθ. | εξογκώνουν(ε) | εξόγκωναν εξογκώναν(ε) |
θα εξογκώνουν(ε) | να εξογκώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξόγκωσα | θα εξογκώσω | να εξογκώσω | εξογκώσει | ||
| β' ενικ. | εξόγκωσες | θα εξογκώσεις | να εξογκώσεις | εξόγκωσε | ||
| γ' ενικ. | εξόγκωσε | θα εξογκώσει | να εξογκώσει | |||
| α' πληθ. | εξογκώσαμε | θα εξογκώσουμε | να εξογκώσουμε | |||
| β' πληθ. | εξογκώσατε | θα εξογκώσετε | να εξογκώσετε | εξογκώστε | ||
| γ' πληθ. | εξόγκωσαν εξογκώσαν(ε) |
θα εξογκώσουν(ε) | να εξογκώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξογκώσει | είχα εξογκώσει | θα έχω εξογκώσει | να έχω εξογκώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξογκώσει | είχες εξογκώσει | θα έχεις εξογκώσει | να έχεις εξογκώσει | έχε εξογκωμένο | |
| γ' ενικ. | έχει εξογκώσει | είχε εξογκώσει | θα έχει εξογκώσει | να έχει εξογκώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξογκώσει | είχαμε εξογκώσει | θα έχουμε εξογκώσει | να έχουμε εξογκώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξογκώσει | είχατε εξογκώσει | θα έχετε εξογκώσει | να έχετε εξογκώσει | έχετε εξογκωμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν εξογκώσει | είχαν εξογκώσει | θα έχουν εξογκώσει | να έχουν εξογκώσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εξογκωμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εξογκωμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εξογκωμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εξογκωμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.