πρησμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρησμένος | η | πρησμένη | το | πρησμένο |
| γενική | του | πρησμένου | της | πρησμένης | του | πρησμένου |
| αιτιατική | τον | πρησμένο | την | πρησμένη | το | πρησμένο |
| κλητική | πρησμένε | πρησμένη | πρησμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρησμένοι | οι | πρησμένες | τα | πρησμένα |
| γενική | των | πρησμένων | των | πρησμένων | των | πρησμένων |
| αιτιατική | τους | πρησμένους | τις | πρησμένες | τα | πρησμένα |
| κλητική | πρησμένοι | πρησμένες | πρησμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρησμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πρήζω
Μετοχή
πρησμένος -η -ο
- που έχει φουσκώσει, που ο όγκος του έχει μεγαλώσει αφύσικα, συνήθως από την συγκέντρωση υγρού
- το πάνω χείλος του ήταν πρησμένο από τη γροθιά του αντιπάλου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.