εξηντάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξηντάρα οι εξηντάρες
      γενική της εξηντάρας
    αιτιατική την εξηντάρα τις εξηντάρες
     κλητική εξηντάρα εξηντάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξηντάρα < εξήντ(α) + -άρα

Ουσιαστικό

εξηντάρα θηλυκό

Συνώνυμα

  • εξηντάχρονη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.