εξημέρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εξημέρωμα | τα | εξημερώματα |
| γενική | του | εξημερώματος | των | εξημερωμάτων |
| αιτιατική | το | εξημέρωμα | τα | εξημερώματα |
| κλητική | εξημέρωμα | εξημερώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξημέρωμα < εξημερώνω
Ουσιαστικό
εξημέρωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
εξημέρωμα
|
→ δείτε τη λέξη εξημέρωση |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.