εξημέρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξημέρωση οι εξημερώσεις
      γενική της εξημέρωσης* των εξημερώσεων
    αιτιατική την εξημέρωση τις εξημερώσεις
     κλητική εξημέρωση εξημερώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξημερώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξημέρωση < ελληνιστική κοινή ἐξημέρωσις < αρχαία ελληνική ἐξημερόω

Ουσιαστικό

εξημέρωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.