εξερχόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξερχόμενος | η | εξερχόμενη | το | εξερχόμενο |
| γενική | του | εξερχόμενου | της | εξερχόμενης | του | εξερχόμενου |
| αιτιατική | τον | εξερχόμενο | την | εξερχόμενη | το | εξερχόμενο |
| κλητική | εξερχόμενε | εξερχόμενη | εξερχόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξερχόμενοι | οι | εξερχόμενες | τα | εξερχόμενα |
| γενική | των | εξερχόμενων | των | εξερχόμενων | των | εξερχόμενων |
| αιτιατική | τους | εξερχόμενους | τις | εξερχόμενες | τα | εξερχόμενα |
| κλητική | εξερχόμενοι | εξερχόμενες | εξερχόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξερχόμενος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξέρχομαι
Μετοχή
εξερχόμενος, -η, -ο
- που εξέρχεται/βγαίνει έξω/έχει κατεύθυνση-φορά προς τα έξω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.