efferent

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

efferent < λατινική efferens < effero < ex (έξω) + fero, ferre (μεταφέρω)

Επίθετο

efferent (en)

  1. (ανατομία) λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
  2. (μεταφορικά) αυτός που απομακρύνεται από το κέντρο ή από κάπου

Ουσιαστικό

efferent (en)

  • (ανατομία) οι φυγόκεντροι, απαγωγικοί νευρώνες

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.