εξατομικεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξατομικεύω < εξ- + ατομικ(ός) + -εύω, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική individualiser
Ρήμα
εξατομικεύω, αόρ.: εξατομίκευσα, παθ.φωνή: εξατομικεύομαι, π.αόρ.: εξατομικεύτηκα, μτχ.π.π.: εξατομικευμένος
- προσαρμόζω κάτι σε κάποιο άτομο, σε κάποιο πρόσωπο, στις ανάγκες και δυνατότητές του
Συγγενικά
- εξατομικευμένος
- εξατομίκευση
- εξατομικευτικός
- → δείτε τις λέξεις άτομο και τέμνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξατομικεύω | εξατομίκευα | θα εξατομικεύω | να εξατομικεύω | εξατομικεύοντας | |
| β' ενικ. | εξατομικεύεις | εξατομίκευες | θα εξατομικεύεις | να εξατομικεύεις | εξατομίκευε | |
| γ' ενικ. | εξατομικεύει | εξατομίκευε | θα εξατομικεύει | να εξατομικεύει | ||
| α' πληθ. | εξατομικεύουμε | εξατομικεύαμε | θα εξατομικεύουμε | να εξατομικεύουμε | ||
| β' πληθ. | εξατομικεύετε | εξατομικεύατε | θα εξατομικεύετε | να εξατομικεύετε | εξατομικεύετε | |
| γ' πληθ. | εξατομικεύουν(ε) | εξατομίκευαν εξατομικεύαν(ε) |
θα εξατομικεύουν(ε) | να εξατομικεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξατομίκευσα | θα εξατομικεύσω | να εξατομικεύσω | εξατομικεύσει | ||
| β' ενικ. | εξατομίκευσες | θα εξατομικεύσεις | να εξατομικεύσεις | εξατομίκευσε | ||
| γ' ενικ. | εξατομίκευσε | θα εξατομικεύσει | να εξατομικεύσει | |||
| α' πληθ. | εξατομικεύσαμε | θα εξατομικεύσουμε | να εξατομικεύσουμε | |||
| β' πληθ. | εξατομικεύσατε | θα εξατομικεύσετε | να εξατομικεύσετε | εξατομικεύστε | ||
| γ' πληθ. | εξατομίκευσαν εξατομικεύσαν(ε) |
θα εξατομικεύσουν(ε) | να εξατομικεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξατομικεύσει | είχα εξατομικεύσει | θα έχω εξατομικεύσει | να έχω εξατομικεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξατομικεύσει | είχες εξατομικεύσει | θα έχεις εξατομικεύσει | να έχεις εξατομικεύσει | έχε εξατομικευμένο | |
| γ' ενικ. | έχει εξατομικεύσει | είχε εξατομικεύσει | θα έχει εξατομικεύσει | να έχει εξατομικεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξατομικεύσει | είχαμε εξατομικεύσει | θα έχουμε εξατομικεύσει | να έχουμε εξατομικεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξατομικεύσει | είχατε εξατομικεύσει | θα έχετε εξατομικεύσει | να έχετε εξατομικεύσει | έχετε εξατομικευμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν εξατομικεύσει | είχαν εξατομικεύσει | θα έχουν εξατομικεύσει | να έχουν εξατομικεύσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εξατομικευμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εξατομικευμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εξατομικευμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εξατομικευμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξατομικεύομαι | εξατομικευόμουν(α) | θα εξατομικεύομαι | να εξατομικεύομαι | ||
| β' ενικ. | εξατομικεύεσαι | εξατομικευόσουν(α) | θα εξατομικεύεσαι | να εξατομικεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | εξατομικεύεται | εξατομικευόταν(ε) | θα εξατομικεύεται | να εξατομικεύεται | ||
| α' πληθ. | εξατομικευόμαστε | εξατομικευόμαστε εξατομικευόμασταν |
θα εξατομικευόμαστε | να εξατομικευόμαστε | ||
| β' πληθ. | εξατομικεύεστε | εξατομικευόσαστε εξατομικευόσασταν |
θα εξατομικεύεστε | να εξατομικεύεστε | (εξατομικεύεστε) | |
| γ' πληθ. | εξατομικεύονται | εξατομικεύονταν εξατομικευόντουσαν |
θα εξατομικεύονται | να εξατομικεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξατομικεύτηκα | θα εξατομικευτώ | να εξατομικευτώ | εξατομικευτεί | ||
| β' ενικ. | εξατομικεύτηκες | θα εξατομικευτείς | να εξατομικευτείς | εξατομικεύσου | ||
| γ' ενικ. | εξατομικεύτηκε | θα εξατομικευτεί | να εξατομικευτεί | |||
| α' πληθ. | εξατομικευτήκαμε | θα εξατομικευτούμε | να εξατομικευτούμε | |||
| β' πληθ. | εξατομικευτήκατε | θα εξατομικευτείτε | να εξατομικευτείτε | εξατομικευτείτε | ||
| γ' πληθ. | εξατομικεύτηκαν εξατομικευτήκαν(ε) |
θα εξατομικευτούν(ε) | να εξατομικευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εξατομικευτεί | είχα εξατομικευτεί | θα έχω εξατομικευτεί | να έχω εξατομικευτεί | εξατομικευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εξατομικευτεί | είχες εξατομικευτεί | θα έχεις εξατομικευτεί | να έχεις εξατομικευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εξατομικευτεί | είχε εξατομικευτεί | θα έχει εξατομικευτεί | να έχει εξατομικευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξατομικευτεί | είχαμε εξατομικευτεί | θα έχουμε εξατομικευτεί | να έχουμε εξατομικευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εξατομικευτεί | είχατε εξατομικευτεί | θα έχετε εξατομικευτεί | να έχετε εξατομικευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξατομικευτεί | είχαν εξατομικευτεί | θα έχουν εξατομικευτεί | να έχουν εξατομικευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εξατομικευμένος - είμαστε, είστε, είναι εξατομικευμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εξατομικευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εξατομικευμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εξατομικευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εξατομικευμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εξατομικευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εξατομικευμένοι | |||||
Μεταφράσεις
εξατομικεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.