ανεξασφάλιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεξασφάλιστος | η | ανεξασφάλιστη | το | ανεξασφάλιστο |
| γενική | του | ανεξασφάλιστου | της | ανεξασφάλιστης | του | ανεξασφάλιστου |
| αιτιατική | τον | ανεξασφάλιστο | την | ανεξασφάλιστη | το | ανεξασφάλιστο |
| κλητική | ανεξασφάλιστε | ανεξασφάλιστη | ανεξασφάλιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεξασφάλιστοι | οι | ανεξασφάλιστες | τα | ανεξασφάλιστα |
| γενική | των | ανεξασφάλιστων | των | ανεξασφάλιστων | των | ανεξασφάλιστων |
| αιτιατική | τους | ανεξασφάλιστους | τις | ανεξασφάλιστες | τα | ανεξασφάλιστα |
| κλητική | ανεξασφάλιστοι | ανεξασφάλιστες | ανεξασφάλιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεξασφάλιστος < αν- + εξασφαλίζω + -τος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ανεξασφάλιστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.