εξαλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξαλλαγή | οι | εξαλλαγές |
| γενική | της | εξαλλαγής | των | εξαλλαγών |
| αιτιατική | την | εξαλλαγή | τις | εξαλλαγές |
| κλητική | εξαλλαγή | εξαλλαγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξαλλαγή < αρχαία ελληνική ἐξαλλαγή < ἐξαλλάσσω
Ουσιαστικό
εξαλλαγή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξαλλάσσω, η ριζική μεταβολή και αλλαγή
- (ειδικότερα) (ιατρική) η δημιουργία κακοήθους όγκου από καλοήθη ή από φυσιολογικό ιστό
Μεταφράσεις
εξαλλαγή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.