εξαλλαγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαλλαγή οι εξαλλαγές
      γενική της εξαλλαγής των εξαλλαγών
    αιτιατική την εξαλλαγή τις εξαλλαγές
     κλητική εξαλλαγή εξαλλαγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξαλλαγή < αρχαία ελληνική ἐξαλλαγή < ἐξαλλάσσω

Ουσιαστικό

εξαλλαγή θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξαλλάσσω, η ριζική μεταβολή και αλλαγή
  2. (ειδικότερα) (ιατρική) η δημιουργία κακοήθους όγκου από καλοήθη ή από φυσιολογικό ιστό
     συνώνυμα: καρκινοποίηση, ογκοποίηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.