ἐξαλλάσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐξαλλάσσω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἐξαλλάσσω
- αλλάζω κάτι εντελώς
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 473-474
- αἰσχρὸν γὰρ ἄνδρα τοῦ μακροῦ χρῄζειν βίου, | κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσσεται.
- Αλλιώς είναι ντροπή να θέλει κάποιος να τραβήξει σε μάκρος τη ζωή του, | αν δεν ελπίζει πως θ᾽ αλλάξει η τύχη στο καλύτερο.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
- Είναι ντροπή στον άντρα να γυρεύει πολύν καιρό να ζήσει, όταν δε βλέπει καμιά αλλαγή στις πίκρες του.
- Μετάφραση (2000): Τάσος Ρούσσος, @greek-language.gr
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 473-474
- αποσύρομαι από έναν τόπο, τον εγκαταλείπω
- (αμετάβατο) αλλάζω δρόμο, πορεία, κινούμαι πίσω και μπρος
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἑκάβη, 1060-1063
- ποίαν ἢ ταύταν ἢ τάνδ᾽ | ἐξαλλάξω, τὰς | ἀνδροφόνους μάρψαι χρῄζων Ἰλιάδας, | αἵ με διώλεσαν;
- Ποιό δρόμο, τούτον ή εκείνον, να πάρω | για ν᾽ αδράξω τις αντροφόνες Τρωαδίτισσες | που μ᾽ αφανίσαν;
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής @greek-language.gr
- Ποιόν δρόμο, αυτόν εκεί ή τούτον εδώ να πάρω, | σα θέλω ν' αρπάξω στα χέρια μου τις Τρωαδίτισσες τις φόνισσες, | που μου φέρανε το χαλασμό;
- Μετάφραση (1958): Αθανάσιος Παπαχαρίσης, @greek-language.gr
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἑκάβη, 1060-1063
- αττικός τύπος : ἐξαλλάττω
Συγγενικά
- ἀνεξάλλακτος
- ἐξάλλαξις
- ἐξαλλαγή
- ἐξάλλαγμα
- ἐξαλλακτέον
- ἐξαλλάκτης
- ἐξαλλάττωσις
- παρεξαλλάττω
- συνεξαλλάσσω
Πηγές
- ἐξαλλάσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐξαλλάσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.