καρκινοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρκινοποίηση οι καρκινοποιήσεις
      γενική της καρκινοποίησης* των καρκινοποιήσεων
    αιτιατική την καρκινοποίηση τις καρκινοποιήσεις
     κλητική καρκινοποίηση καρκινοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καρκινοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρκινοποίηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καρκινοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.