εξαλλάσσω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εξαλλάσσω
<
αρχαία ελληνική
ἐξαλλάσσω
Ρήμα
εξαλλάσσω
μεταβάλλω
ή
αλλάζω
κάτι
ριζικά
(
ειδικότερα
)
(
ιατρική
)
δημιουργώ
εξαλλαγή
Μεταφράσεις
εξαλλάσσω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.