εξάρθρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξάρθρωση | οι | εξαρθρώσεις |
| γενική | της | εξάρθρωσης* | των | εξαρθρώσεων |
| αιτιατική | την | εξάρθρωση | τις | εξαρθρώσεις |
| κλητική | εξάρθρωση | εξαρθρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξαρθρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξάρθρωση < εξαρθρώνω
Ουσιαστικό

ακτινογραφία εξάρθρωσης λεκάνης
εξάρθρωση θηλυκό
- (ιατρική): η μετακίνηση οστού εκτός άρθρωσης, το βγάλσιμο της κεφαλής ενός οστού από την κοιλότητα στην οποία βρίσκεται συνήθως
- (μεταφορικά) η εξουδετέρωση, διάλυση
- Η εξάρθρωση της συμμορίας
- ≈ συνώνυμα: διάλυση, εξουδετέρωση
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.