εξάρθρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξάρθρωση οι εξαρθρώσεις
      γενική της εξάρθρωσης* των εξαρθρώσεων
    αιτιατική την εξάρθρωση τις εξαρθρώσεις
     κλητική εξάρθρωση εξαρθρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαρθρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξάρθρωση < εξαρθρώνω

Ουσιαστικό

ακτινογραφία εξάρθρωσης λεκάνης

εξάρθρωση θηλυκό

  1. (ιατρική): η μετακίνηση οστού εκτός άρθρωσης, το βγάλσιμο της κεφαλής ενός οστού από την κοιλότητα στην οποία βρίσκεται συνήθως
    Εξάρθρωση του ώμου
     συνώνυμα: βγάλσιμο
  2. (μεταφορικά) η εξουδετέρωση, διάλυση
    Η εξάρθρωση της συμμορίας
     συνώνυμα: διάλυση, εξουδετέρωση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.