εξαρθρώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξαρθρώνομαι < παθητική φωνή του ρήμ. εξαρθρώνω

Ρήμα

εξαρθρώνομαι, μετοχή: εξαρθρωμένος

  1. παθαίνω εξάρθρωση
  2. (για εγκληματικές ομάδες) διαλύομαι από την αστυνομία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.