εξαρθρωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαρθρωτικός η εξαρθρωτική το εξαρθρωτικό
      γενική του εξαρθρωτικού της εξαρθρωτικής του εξαρθρωτικού
    αιτιατική τον εξαρθρωτικό την εξαρθρωτική το εξαρθρωτικό
     κλητική εξαρθρωτικέ εξαρθρωτική εξαρθρωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαρθρωτικοί οι εξαρθρωτικές τα εξαρθρωτικά
      γενική των εξαρθρωτικών των εξαρθρωτικών των εξαρθρωτικών
    αιτιατική τους εξαρθρωτικούς τις εξαρθρωτικές τα εξαρθρωτικά
     κλητική εξαρθρωτικοί εξαρθρωτικές εξαρθρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξαρθρωτικός < από το ρήμα εξαρθρώνω.

Επίθετο

εξαρθρωτικός

  1. Αυτός που προκαλεί την εξάρθρωση.
  1. Αυτός που αναφέρεται στην εξάρθρωση.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.