εξαρθρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξαρθρωτικός | η | εξαρθρωτική | το | εξαρθρωτικό |
| γενική | του | εξαρθρωτικού | της | εξαρθρωτικής | του | εξαρθρωτικού |
| αιτιατική | τον | εξαρθρωτικό | την | εξαρθρωτική | το | εξαρθρωτικό |
| κλητική | εξαρθρωτικέ | εξαρθρωτική | εξαρθρωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξαρθρωτικοί | οι | εξαρθρωτικές | τα | εξαρθρωτικά |
| γενική | των | εξαρθρωτικών | των | εξαρθρωτικών | των | εξαρθρωτικών |
| αιτιατική | τους | εξαρθρωτικούς | τις | εξαρθρωτικές | τα | εξαρθρωτικά |
| κλητική | εξαρθρωτικοί | εξαρθρωτικές | εξαρθρωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξαρθρωτικός < από το ρήμα εξαρθρώνω.
Επίθετο
εξαρθρωτικός
- Αυτός που προκαλεί την εξάρθρωση.
- Αυτός που αναφέρεται στην εξάρθρωση.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εξαρθρωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.