εξουδετέρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξουδετέρωση | οι | εξουδετερώσεις |
| γενική | της | εξουδετέρωσης* | των | εξουδετερώσεων |
| αιτιατική | την | εξουδετέρωση | τις | εξουδετερώσεις |
| κλητική | εξουδετέρωση | εξουδετερώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξουδετερώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξουδετέρωση < εξουδετερώνω + -ση
Ουσιαστικό
εξουδετέρωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξουδετερώνω
- εξαφάνιση, περιορισμός, εκμηδένιση
- (χημεία) χημική κατεργασία που μετατρέπει κάποιο διάλυμα σε ουδέτερο
Μεταφράσεις
εξουδετέρωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.