ἐνεστώς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐνεστώς: μετοχή ενεργητικού τύπου παρακειμένου με παθητική σημασία του ἐνίστημι
Μετοχή
ἐνεστώς, ἐνεστῶσα, ἐνεστώς
- μετοχή τύπου παρακειμένου (ἐνέστατον) του ἐνίστημι: ενεστώς (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- είμαι παρών
- που γίνεται στο παρόν
- ↪ μιᾶς ἐνεστώσης δίκης (Αριστοφάνης, Νεφέλαι, 779 @greek-language.gr)
- που πρόκειται να χρισθεί
- ↪ τὸν ἐνεστῶτα ζῶντα τῆς τύχης καὶ τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ ἔνεκεν (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος)
- ιωνικός τύπος : ἐνεστεώς
- ἐνεστηκώς (του παρακειμένου ἐνέστηκα)
- δείτε και τα ουσιαστικοποιημένα
- ουδέτερο πληθυντικός τὰ ἐνεστῶτα (εννοείται πράγματα) η κατάσταση
- αρσενικό πληθυντικός οἱ ἐνεστῶτες οι δικαστές (η παρούσα δικαστική αρχή)
- ↪ καὶ τὰς τῶν ἐνεστώτων (Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1322a12 @perseus.tufts.edu)
- αρσενικό (ελληνιστική σημασία , γραμματική) ἐνεστώς#Ουσιαστικό, ο ενεστώτας
- και στην καθαρεύουσα
- ↪τὴν δεκάτην Ἰανουαρίου ἐνεστῶτος ἔτους
Κλίση
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐνεστώς | ἡ | ἐνεστῶσᾰ | τὸ | ἐνεστώς (ἐνεστός) |
| γενική | τοῦ | ἐνεστῶτος | τῆς | ἐνεστώσης | τοῦ | ἐνεστῶτος |
| δοτική | τῷ | ἐνεστῶτῐ | τῇ | ἐνεστώσῃ | τῷ | ἐνεστῶτῐ |
| αιτιατική | τὸν | ἐνεστῶτᾰ | τὴν | ἐνεστῶσᾰν | τὸ | ἐνεστώς (ἐνεστός) |
| κλητική ὦ! | ἐνεστώς | ἐνεστῶσᾰ | ἐνεστώς (ἐνεστός) | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐνεστῶτες | αἱ | ἐνεστῶσαι | τὰ | ἐνεστῶτᾰ |
| γενική | τῶν | ἐνεστώτων | τῶν | ἐνεστωσῶν | τῶν | ἐνεστώτων |
| δοτική | τοῖς | ἐνεστῶσῐ(ν) | ταῖς | ἐνεστώσαις | τοῖς | ἐνεστῶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | ἐνεστῶτᾰς | τὰς | ἐνεστώσᾱς | τὰ | ἐνεστῶτᾰ |
| κλητική ὦ! | ἐνεστῶτες | ἐνεστῶσαι | ἐνεστῶτᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐνεστῶτε | τὼ | ἐνεστώσᾱ | τὼ | ἐνεστῶτε |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐνεστώτοιν | τοῖν | ἐνεστώσαιν | τοῖν | ἐνεστώτοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τεθνεώς' όπως «τεθνεώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ουσιαστικό
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐνεστώς | οἱ | ἐνεστῶτες | ||||
| γενική | τοῦ | ἐνεστῶτος | τῶν | ἐνεστώτων | ||||
| δοτική | τῷ | ἐνεστῶτῐ | τοῖς | ἐνεστῶσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | ἐνεστῶτᾰ | τοὺς | ἐνεστῶτᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ἐνεστώς | ἐνεστῶτες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐνεστῶτε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐνεστώτοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἱδρώς' όπως «ἱδρώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
ἐνεστώς,-ῶτος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
- ἐνίστημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.