ενίσταμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενίσταμαι < ἐν- + ἴσταμαι

Ρήμα

ενίσταμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. φέρω αντίρρηση, διαφωνώ

Συνώνυμα

  1. αντιτίθεμαι
  2. εναντιώνομαι
  3. αντιστρατεύομαι
  4. αντιπολιτεύομαι
  5. αντίκειμαι

Αντώνυμα

  1. συμπορεύομαι
  2. προσκλίνω
  3. ομογνωμονώ
  4. πρόσκειμαι
  5. εναρμονίζομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.