ενεργητικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενεργητικό τα ενεργητικά
      γενική του ενεργητικού των ενεργητικών
    αιτιατική το ενεργητικό τα ενεργητικά
     κλητική ενεργητικό ενεργητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενεργητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ενεργητικός

Ουσιαστικό

ενεργητικό ουδέτερο

  1. (λογιστική) η συνολική αξία της περιουσίας και των απαιτήσεων μιας επιχείρησης σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις της, το παθητικό
      Ενεργητικό = Περιουσιακά στοιχεία + Απαιτήσεις + Χρηματικά Διαθέσιμα [1]
     δείτε τις λέξεις ισολογισμός, κυκλοφορούν ενεργητικό και στοιχείο ενεργητικού
  2. όλες οι αρετές και θετικές ενέργειες κάποιου που του δίνουν αξία στα μάτια των άλλων

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ενεργητικό

Αναφορές

  1. Παπαδέας, Π., 2015. Διοικητική λογιστική, σελ.13. Πρόσβαση 2021-07-31.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.