στοιχείο ενεργητικού
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στοιχείο ενεργητικού < → δείτε τις λέξεις στοιχείο και ενεργητικό
Πολυλεκτικός όρος
στοιχείο ενεργητικού
- (λογιστική) σε μια οικονομική μονάδα οτιδήποτε έχει συγκεκριμένη μετρήσιμη αξία και μπορεί να της αποδώσει οικονομικό όφελος. Καταχωρείται στην κατάσταση ενεργητικού του ισολογισμού.
Συνώνυμα
- (γενικότερα) περιουσιακό στοιχείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.