assets

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
assets (en)
- πληθυντικός του asset
- (χρηματοοικονομικά) το ενεργητικό
- His assets are much greater than his liabilities.
- (νομικός όρος) περιουσία που περιέρχεται σε έναν κληρονόμο ή εκτελεστή διαθήκης και είναι αρκετή για να πληρωθούν τα χρέη του αποβιώσαντος
- οποιαδήποτε αγαθά ή περιουσία είναι ικανά να αποπληρώσουν τα χρέη και τις υποχρεώσεις ενός ανθρώπου που χρεωκόπησε ή απεβίωσε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.