assets

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

assets (en)

  1. πληθυντικός του asset
  2. (χρηματοοικονομικά) το ενεργητικό
    His assets are much greater than his liabilities.
  3. (νομικός όρος) περιουσία που περιέρχεται σε έναν κληρονόμο ή εκτελεστή διαθήκης και είναι αρκετή για να πληρωθούν τα χρέη του αποβιώσαντος
  4. οποιαδήποτε αγαθά ή περιουσία είναι ικανά να αποπληρώσουν τα χρέη και τις υποχρεώσεις ενός ανθρώπου που χρεωκόπησε ή απεβίωσε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.