ενασκούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενασκούμενος η ενασκούμενη το ενασκούμενο
      γενική του ενασκούμενου της ενασκούμενης του ενασκούμενου
    αιτιατική τον ενασκούμενο την ενασκούμενη το ενασκούμενο
     κλητική ενασκούμενε ενασκούμενη ενασκούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενασκούμενοι οι ενασκούμενες τα ενασκούμενα
      γενική των ενασκούμενων των ενασκούμενων των ενασκούμενων
    αιτιατική τους ενασκούμενους τις ενασκούμενες τα ενασκούμενα
     κλητική ενασκούμενοι ενασκούμενες ενασκούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενασκούμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ενασκώ < ελληνιστική κοινή ἐνασκέω < ἐν + αρχαία ελληνική ἀσκέω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.naˈsku.me.nos/

Μετοχή

ενασκούμενος, ενασκούμενη / ενασκουμένη, ενασκούμενο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.