ενασκώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενασκώ < ελληνιστική κοινή ἐνασκέω / ἐνασκῶ < ἐν + αρχαία ελληνική ἀσκέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.naˈsko/
Ρήμα
ενασκώ (παθητική φωνή: ενασκούμαι)
- (λόγιο) ασκώ (κάποιο δικαίωμά μου ή ανταποκρίνομαι σε κάποια υποχρέωσή μου)
Συγγενικά
- ενάσκηση
- ενασκούμενος
- → δείτε τη λέξη ασκώ
Μεταφράσεις
ενασκώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.