ἀσκέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

ἀσκέω - ἀσκῶ

  1. επεξεργάζομαι ένα υλικό, δίνω σχήμα σε κάτι
  2. ομορφαίνω κάτι, ντύνω κάποιον, στολίζω
    πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη
  3. αποδίδω τιμές σε μια θεότητα
  4. ασκώ, γυμνάζω

Συγγενικά

  • ἄσκη
  • ἄσκημα
  • ἄσκησις
  • ἀσκητέος
  • ἀσκητήρ
  • ἀσκητής
  • ἀσκητικός
  • ἀσκητός
  • ἀσκήτωρ
  • ἀσκοῦντες

Σύνθετα

  • διασκέω
  • ἐνασκέω
  • ἐξασκέω
  • ἐπασκέω
  • κατασκέω
  • προασκέω
  • προσασκέω
  • συνασκέω
  • σωμασκέω
  • φωνασκέω
  • χειμασκέω

Αναφορές

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.