εναρκτήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εναρκτήριος | η | εναρκτήρια | το | εναρκτήριο |
| γενική | του | εναρκτήριου | της | εναρκτήριας | του | εναρκτήριου |
| αιτιατική | τον | εναρκτήριο | την | εναρκτήρια | το | εναρκτήριο |
| κλητική | εναρκτήριε | εναρκτήρια | εναρκτήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εναρκτήριοι | οι | εναρκτήριες | τα | εναρκτήρια |
| γενική | των | εναρκτήριων | των | εναρκτήριων | των | εναρκτήριων |
| αιτιατική | τους | εναρκτήριους | τις | εναρκτήριες | τα | εναρκτήρια |
| κλητική | εναρκτήριοι | εναρκτήριες | εναρκτήρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εναρκτήριος
- που σηματοδοτεί την έναρξη μιας σειράς πράξεων ή δράσεων, μιας διαδικασίας ή διεργασίας
Πολυλεκτικοί όροι
- εναρκτήριο λάκτισμα:
- (κυριολεκτικά) το χτύπημα της μπάλας, η πάσα προς κάποιον συμπαίκτη, με την οποία αρχίζει ένας ποδοσφαιρικός αγώνας
- (μεταφορικά) η ενέργεια με την οποία αρχίζει κάτι
- εναρκτήριος λόγος: ομιλία που πραγματοποιείται στην αρχή μιας τελετής, κατά την έναρξη συνεδρίων, συνόδων κ.λπ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.