εναρκτήριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εναρκτήριος η εναρκτήρια το εναρκτήριο
      γενική του εναρκτήριου της εναρκτήριας του εναρκτήριου
    αιτιατική τον εναρκτήριο την εναρκτήρια το εναρκτήριο
     κλητική εναρκτήριε εναρκτήρια εναρκτήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εναρκτήριοι οι εναρκτήριες τα εναρκτήρια
      γενική των εναρκτήριων των εναρκτήριων των εναρκτήριων
    αιτιατική τους εναρκτήριους τις εναρκτήριες τα εναρκτήρια
     κλητική εναρκτήριοι εναρκτήριες εναρκτήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εναρκτήριος < έναρξη + -τήριος

Επίθετο

εναρκτήριος

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.