εμφαντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμφαντικός η εμφαντική το εμφαντικό
      γενική του εμφαντικού της εμφαντικής του εμφαντικού
    αιτιατική τον εμφαντικό την εμφαντική το εμφαντικό
     κλητική εμφαντικέ εμφαντική εμφαντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμφαντικοί οι εμφαντικές τα εμφαντικά
      γενική των εμφαντικών των εμφαντικών των εμφαντικών
    αιτιατική τους εμφαντικούς τις εμφαντικές τα εμφαντικά
     κλητική εμφαντικοί εμφαντικές εμφαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμφαντικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμφαντικός[1] < αρχαία ελληνική ἐμφαίνω < ἐν + φαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /eɱ.fan.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμφαντικός
παλιότερος συλλαβισμός: εμφαντικός

Επίθετο

εμφαντικός

  1. (λόγιο) που εμφαίνει
     συνώνυμα: δηλωτικός, ενδεικτικός
  2. (σπάνιο) άλλη μορφή του εμφατικός

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις εμφαίνω και φαίνομαι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.