εμφαντικώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμφαντικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμφαντικῶς < ἐμφαντικός. Συγχρονικά αναλύεται σε εμφαντικ(ός) + -ώς.

Προφορά

ΔΦΑ : /em.fan.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμφαντικώς
ομόηχο: εμφαντικός

Επίρρημα

εμφαντικώς

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.