ἐμφαντικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐμφαντικός < ἐμφαίνω
Επίθετο
ἐμφαντικός, ή, όν
- εμφαντικός, εκφραστικός, που εκφράζει πλήρως κάτι, το ξεκαθαρίζει με σαφήνεια, ενδεικτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.