έμπυρα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈem.bi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έμπυρα
παλιότερος συλλαβισμός: έμπυρα
ομόηχο: έμπειρα

Ετυμολογία 1

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα έμπυρα
      γενική των έμπυρων
    αιτιατική τα έμπυρα
     κλητική έμπυρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
έμπυρα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου έμπυρος στον πληθυντικό < αρχαία ελληνική ἔμπυρος

Ουσιαστικό

έμπυρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (θρησκεία) τα ζώα που θυσιάζονται σε έμπυρη θυσία και οι μαντείες που προκύπτουν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

έμπυρα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

έμπυρα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.