μπροστάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπροστάρης | οι | μπροστάρηδες |
| γενική | του | μπροστάρη | των | μπροστάρηδων |
| αιτιατική | τον | μπροστάρη | τους | μπροστάρηδες |
| κλητική | μπροστάρη | μπροστάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /bɾoˈsta.ɾis/
Ουσιαστικό
μπροστάρης αρσενικό (θηλυκό: μπροστάρισσα)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μπροστάρης
|
|
Αναφορές
- μπροστάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.