αβανγκάρντ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αβανγκάρντ < (λόγιο δάνειο) γαλλική avant-garde

Επίθετο

αβανγκάρντ άκλιτο

Ουσιαστικό

αβανγκάρντ θηλυκό άκλιτο

  1. (παρωχημένο) η εμπροσθοφυλακή
  2. (τέχνη) πρωτοπορία

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.