vanguard
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία en
vanguard (en) < avan(t)garde < από το γαλλικό όρο avant (προ/έμπροσθεν/πριν/μπροστά) + garde (φρουρά, σκοπιά)
Προφορά
/ˈvanɡɑːd/
Ουσιαστικό
vanguard (en)
- εμπροσθοφυλακή σε στρατιωτικές ή παρεμφερείς επιχειρήσεις
- πρωτοπορία, η ομάδα, το σύνολο όσων αποτελούν τους πρωτεργάτες, εκείνους που πρωτοστατούν με καινούργια πειραματικά σχήματα σε οποιονδήποτε τομέα
Συνώνυμα
- advance guard
Αντώνυμα
- rearguard και rear guard (οπισθοφυλακή)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.