ξεσηκωμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξεσηκωμός οι ξεσηκωμοί
      γενική του ξεσηκωμού των ξεσηκωμών
    αιτιατική τον ξεσηκωμό τους ξεσηκωμούς
     κλητική ξεσηκωμέ ξεσηκωμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεσηκωμός < ξεσηκώνομαι

Ουσιαστικό

ξεσηκωμός αρσενικό

  1. η εξέγερση
  2. η αναστάτωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.