ξεσηκωμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξεσηκωμός | οι | ξεσηκωμοί |
| γενική | του | ξεσηκωμού | των | ξεσηκωμών |
| αιτιατική | τον | ξεσηκωμό | τους | ξεσηκωμούς |
| κλητική | ξεσηκωμέ | ξεσηκωμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεσηκωμός < ξεσηκώνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.