εμπορευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εμπορευόμενος | η | εμπορευόμενη | το | εμπορευόμενο |
| γενική | του | εμπορευόμενου | της | εμπορευόμενης | του | εμπορευόμενου |
| αιτιατική | τον | εμπορευόμενο | την | εμπορευόμενη | το | εμπορευόμενο |
| κλητική | εμπορευόμενε | εμπορευόμενη | εμπορευόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εμπορευόμενοι | οι | εμπορευόμενες | τα | εμπορευόμενα |
| γενική | των | εμπορευόμενων | των | εμπορευόμενων | των | εμπορευόμενων |
| αιτιατική | τους | εμπορευόμενους | τις | εμπορευόμενες | τα | εμπορευόμενα |
| κλητική | εμπορευόμενοι | εμπορευόμενες | εμπορευόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εμπορευόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος εμπορεύομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /em.bo.ɾeˈvo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπο‐ρευ‐ό‐με‐νος
Μεταφράσεις
εμπορευόμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.