trust

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
trust trusts

trust (en)

  1. η εμπιστοσύνη, η πίστη
  2. το τραστ

Ρήμα

ενεστώτας trust
γ΄ ενικό ενεστώτα trusts
αόριστος trusted
παθητική μετοχή trusted
ενεργητική μετοχή trusting

trust (en)

  • εμπιστεύομαι, πιστεύω κάποιον
    How can I trust you?
    Πώς μπορώ να σε εμπιστευτώ;
    He promised them that he will do it but they didn’t trust him.
    Τους υποσχέθηκε ότι θα το κάνει αλλά δεν τον εμπιστεύτηκαν.

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
trust trusts

trust (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.