εμβόλιμο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εμβόλιμο < αρχαία ελληνική ἐμβόλιμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /eɱˈvo.li.mo/
Ουσιαστικό
εμβόλιμο ουδέτερο
- (στο θέατρο) το κομμάτι που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο πράξεις, χωρίς να σχετίζεται με την υπόθεση του έργου
- (στην αρχαία τραγωδία) χορικό άσμα που δε σχετιζόνταν με την υπόθεση της τραγωδίας ή της κωμωδίας
Μεταφράσεις
εμβόλιμο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.