εμβόλιμη ημέρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τη λέξη  εμβόλιμος και ημέρα

Πολυλεκτικός όρος

εμβόλιμη ημέρα θηλυκό

  • (αστρονομία) η ημέρα που προστίθεται περιοδικά ή εκτάκτως σε ένα ημερολογιακό έτος, προκειμένου να καλυφθεί η διαφορά του από το ηλιακό έτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.