εμβολιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμβολιασμένος η εμβολιασμένη το εμβολιασμένο
      γενική του εμβολιασμένου της εμβολιασμένης του εμβολιασμένου
    αιτιατική τον εμβολιασμένο την εμβολιασμένη το εμβολιασμένο
     κλητική εμβολιασμένε εμβολιασμένη εμβολιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμβολιασμένοι οι εμβολιασμένες τα εμβολιασμένα
      γενική των εμβολιασμένων των εμβολιασμένων των εμβολιασμένων
    αιτιατική τους εμβολιασμένους τις εμβολιασμένες τα εμβολιασμένα
     κλητική εμβολιασμένοι εμβολιασμένες εμβολιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμβολιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου εμβολιάζω

Μετοχή

εμβολιασμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.