εμβέλεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εμβέλεια | οι | εμβέλειες |
| γενική | της | εμβέλειας | των | εμβελειών |
| αιτιατική | την | εμβέλεια | τις | εμβέλειες |
| κλητική | εμβέλεια | εμβέλειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμβέλεια < (ελληνιστική κοινή) ἐμβελής < ἐν + αρχαία ελληνική βέλος < βάλλω
Προφορά
- ΔΦΑ : /eɱˈve.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐βέ‐λει‐α
Ουσιαστικό
εμβέλεια θηλυκό
- το (μέγιστο) διάστημα που μπορεί να καλύψει (αποτελεσματικά) η βολή ενός όπλου
- το (μέγιστο) διάστημα που μπορεί να καλύψει (αποτελεσματικά) ένα ραδιοτηλεοπτικό σήμα
- (μεταφορικά) η απήχηση που έχει κάποιος ή κάτι
- (προγραμματισμός) scope: η περιοχή του προγράμματος όπου μια οντότητα (μεταβλητή, συνάρτηση, κλάση, κλπ) είναι προσβάσιμη
- (πληροφορική) ονοματοχώρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.