εμβέλεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμβέλεια οι εμβέλειες
      γενική της εμβέλειας των εμβελειών
    αιτιατική την εμβέλεια τις εμβέλειες
     κλητική εμβέλεια εμβέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμβέλεια < (ελληνιστική κοινή) ἐμβελής < ἐν + αρχαία ελληνική βέλος < βάλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /eɱˈve.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμβέλεια

Ουσιαστικό

εμβέλεια θηλυκό

  1. το (μέγιστο) διάστημα που μπορεί να καλύψει (αποτελεσματικά) η βολή ενός όπλου
     συνώνυμα: βεληνεκές
  2. το (μέγιστο) διάστημα που μπορεί να καλύψει (αποτελεσματικά) ένα ραδιοτηλεοπτικό σήμα
  3. (μεταφορικά) η απήχηση που έχει κάποιος ή κάτι
  4. (προγραμματισμός) scope: η περιοχή του προγράμματος όπου μια οντότητα (μεταβλητή, συνάρτηση, κλάση, κλπ) είναι προσβάσιμη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.