ἐμβελής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐμβελής | τὸ ἐμβελές | οἱ, αἱ ἐμβελεῖς | τὰ ἐμβελῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἐμβελοῦς | τοῦ ἐμβελοῦς | τῶν ἐμβελῶν | τῶν ἐμβελῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἐμβελεῖ | τῷ ἐμβελεῖ | τοῖς, ταῖς ἐμβελέσι(ν) | τοῖς ἐμβελέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐμβελῆ | τὸ ἐμβελές | τοὺς, τὰς ἐμβελεῖς | τὰ ἐμβελῆ |
| Κλητική | ἐμβελές | ἐμβελές | ἐμβελεῖς | ἐμβελῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐμβελεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | ἐμβελοῖν | |||
Ετυμολογία
- ἐμβελής < ἐν + αρχαία ελληνική βέλος < βάλλω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.