scope
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈskəʊp/ & /ˈskoʊp/
- ⓘ
Ουσιαστικό
scope (en)
- οπτική συσκευή, όπως το μικροσκόπιο ή το τηλεσκόπιο
- το σκόπευτρο πυροβόλου όπλου
- το εύρος ενός αντικειμένου, μιας έρευνας κλπ
- (αργκό) συντομομορφή σύνθετων λέξεων με καταληκτικό συνθετικό το -scope
- (προγραμματισμός) η εμβέλεια (πχ. μεταβλητής σε ένα πρόγραμμα Η/Υ)
- δείτε επίσης: scope (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.