ελλιμενίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ελλιμενίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλλιμενίζω < ἐν (ελ-) + λιμήν (λιμένος) + -ίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.li.meˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελλιμενίζω

Ρήμα

ελλιμενίζω, αόρ.: ελλιμένισα, παθ.φωνή: ελλιμενίζομαι, π.αόρ.: ελλιμενίστηκα, μτχ.π.π.: ελλιμενισμένος

Σημειώσεις

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.