εκεί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκεί < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐκεῖ < ἐκεῖνος (αναδρομικός σχηματισμός) < ἐ- + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱe (δεικτικό μόριο: εδώ) + *h₁enos (εκείνος) (< *h₁é)

Επίρρημα

εκεί

  1. σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση από τον ομιλητή (σε σύγκριση με τη λέξη εδώ)
    αν πας κάποιο Σαββατόβραδο στο πάρκο θα δεις ότι εκεί γίνεται χαμός, ενώ στην πλατεία δεν έχει πολύ κόσμο
  2. σε ορισμένο χρονικό σημείο ή φάση εξελίξεων
    εξελέγη δήμαρχος αλλά οι φιλοδοξίες του δεν σταμάτησαν εκεί· λίγα χρόνια αργότερα έβαλε υποψηφιότητα για βουλευτής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.