ελλιμενισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελλιμενισμένος η ελλιμενισμένη το ελλιμενισμένο
      γενική του ελλιμενισμένου της ελλιμενισμένης του ελλιμενισμένου
    αιτιατική τον ελλιμενισμένο την ελλιμενισμένη το ελλιμενισμένο
     κλητική ελλιμενισμένε ελλιμενισμένη ελλιμενισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελλιμενισμένοι οι ελλιμενισμένες τα ελλιμενισμένα
      γενική των ελλιμενισμένων των ελλιμενισμένων των ελλιμενισμένων
    αιτιατική τους ελλιμενισμένους τις ελλιμενισμένες τα ελλιμενισμένα
     κλητική ελλιμενισμένοι ελλιμενισμένες ελλιμενισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

ελλιμενισμένος

Πηγές

  • ελλιμενισμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.